- σαρκοπλασματικός
- -ή, -ό, Ν [σαρκόπλασμα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σαρκόπλασμα2. φρ. «σαρκοπλασματικό δίκτυο»βιολ. δίκτυο μεμβρανωδών σακοειδών αγωγών που περιβάλλει τα μυοϊνίδια και το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον έλεγχο τής μυϊκής σύσπασης, αλλ. σαρκόσωμα.
Dictionary of Greek. 2013.